-
1 μόνος
μόνος, η, ον, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] μοῦνος, the only form used by Hom. (as in all derivs. exc. μονόω), Hes., and Hdt., also by Pi.P.9.27, I.5(4).12, B.3.80, al., by S. both in iamb. and lyr., by A. only in compd. μουνώψ, by E. only in μούναρχος: [dialect] Dor. [full] μῶνος Theoc.2.64, 20.45:—A alone, solitary,μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν Il.4.388
;ἢ ὅ γε μοῦνος ἐών Od.3.217
;μούνω ἄνευθ' ἄλλων 16.239
: joined with ἐρῆμος, S. Ant. 887, Ph. 470;μόνοι γὰρ ἐσμέν Luc.JTr.21
;ἄνθρωπος πρεσβύτης καὶ μ. BGU180.23
(ii A.D.);φυγὴ μόνου πρὸς μόνον Plot.6.9.11
.2 c. gen., σοῦ μόνος bereft of thee, without thee, S.Aj. 511; alsoμοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc. 193
, S.Ph. 183 (lyr.);ἑτάρων ἄπο μ. A.R.3.908
.II only,μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε, μοῦνον δ' αὖτ' Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Od.16.118
, cf. Il.9.482;μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται A.Pers. 838
, cf. 632 (anap.), Pr. 425 (lyr.), etc.; χοίνικος μόνας ἁλῶν for a gallon of salt only, Ar.Ach. 814; single,οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλὰ.. δύω Hes.Op.11
, cf. S.OT 1280; εἷς μοῦνος or μόνος, Hdt.1.38, S. OT63: once in Hom.,μία μούνη Od.23.227
: joined withαὐτός, αὐτὼ μόνω Pl.Ly. 211c
;αὐτοὶ καθ' αὑτοὺς μόνοι Id.Plt. 307e
.2 c. gen., μοῦνος ποταμῶν alone of rivers, Hdt.2.25, cf. 29;μ. θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ A.Fr. 161
;μ. τῶν ἄλλων ποιητῶν Lycurg.102
; but μοῦνος πάντων ἀνθρώπων he and no other of all men, Hdt.1.25; ἀνδρῶν γε μοῦνος he and no other, S.OC 1250, cf. El. 531;ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc. 460
(lyr.).3 freq. repeated in the same clause,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
; Ἕκτορος μόνος μόνου.. ἐναντίος ib. 1283;σὺν τέκνοις μόνη μόνοις E.Med. 513
;μόνος μόνῳ D.18.137
.4 expressing rhetorically pre-eminence in an action or quality, μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ are unique for causing possession, Pl.Smp. 215c, cf. 222a, S.OC 261, OT 299, Isoc.14.57; [ἐπέδειξε] σαφέστατα μόνος ἀνθρώπων Lys.24.9
.III [comp] Sup. μονώτατος one above all others, Ar. Eq. 352, Pl. 182, Lycurg.89, Theoc.15.137, Phld.Rh.1.350 S.B Adv. [full] μόνως, on one condition only, folld. by εἰ, Th.8.81, X. Mem.1.5.5, Cyr.3.2.23; in one way only, Them.in Ph.29.22, al.; in a unique manner, Dam.Pr.98: later, simply, only, Phld.Oec.p.53 J., Ph. 1.559, AP12.254 (Strat.), Iamb.Myst.4.7, Procl.in Prm.p.479 S.II neut. as Adv., μόνον alone, only,οὐχ ἅπαξ μ. A.Pr. 211
, etc.: freq. with imper.,μ. φύλαξαι Id.Supp. 1012
;ἀποκρίνου μ. Pl.Grg. 494d
; soμ. Κράτος συγγένοιτό σοι A.Ch. 244
;μὴ 'μὲ καταπίῃς μ. E.Cyc. 219
, etc.; ἐὰν μ. if only, Arist.Pol. 1292a3; οὐσίαν.., οὐ χωριστὴν μ. only not separable, Id.Metaph. 1025b28.2 οὐ μόνον.., ἀλλὰ καὶ .. Ar. Eq. 1282, X.Cyr.1.6.17, etc.; οὐ μ., ἀλλὰ .. S.Ph. 555: μόνον is sts. omitted,μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄπωθεν Th.4.92
, cf. E.Hipp. 359, Ph. 1480 (lyr.).3 μόνον οὐ all but, well nigh, Ar.V. 516, D.19.220, etc.; : in codd. freq. written μονονού, Plb.3.109.2, etc.;μονονουχί D.1.2
, Plb.3.102.4.III κατὰ μόνας alone, Th.1.32, 37, Is.7.38, Arist.Pol. 1281b34, etc.IV μόνῃ, = μόνον, Plu.2.583d codd. (Prob.from Μόν ϝος.)
См. также в других словарях:
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek